- μιξοφυσίτης
- μιξοφυσίτης, ὁ (Μ)(για τον Σεβήρο τον αιρετικό) αυτός που αναμιγνύει τις δύο φύσεις τού Χριστού, τη θεία και την ανθρώπινη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- τού μίγνυμι* / μείγνυμι + -φυσίτης (< φύσις), πρβλ. μονο-φυσίτης].
Dictionary of Greek. 2013.